Υλικά
Μούστος
(η συνταγή είναι για ένα λίτρο μούστο)
Αλεύρι
ολικής αλέσεως και πολύ καλής ποιότητας
250 γραμμάρια περίπου
Αρωματικά
: κανέλα σε ξυλαράκι αλλά και σε σκόνη, πρόκα γαρύφαλλο σε σκόνη, λίγο αλατάκι,
ψημένο λευκό σουσάμι.
Γέμιση
: καρύδια, καβουρδισμένα αμύγδαλα
Λίγη
ζάχαρη (προαιρετικά)
Το
μυστικό: ένα ολόκληρο κυδώνι καθαρισμένο από τη φλούδα και καθαρισμένο από τα κουκούτσια του, μερικά αρωματικά μηλαράκια
με τη φλούδα. Άλλες οικογένειες αντί
φρούτα βάζουν κλαδάκι αρμπαρόριζας, όπως στο ρυζόγαλο.
Σκεύη
που θα χρειαστείτε : μια βαριά αντικολλητική κατσαρόλα, μερικά ρηχά φορμάκια,
μια ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα, αν θέλετε να τη λιάσετε, θα χρειαστείτε
και τουλουπάνια.
Η
συνέχεια ...
Ανάβουμε το μάτι και βάζουμε πάνω τη
κατσαρόλα, ρίχνουμε το μούστο. Μόλις πάρει τη πρώτη βράση ρίχνουμε μέσα : τη
κανέλα και το ξυλάκι και τη σκόνη, το γαρύφαλλο, τα καρύδια, τα καβουρδισμένα
αμύγδαλα, τη ζάχαρη (αν την θέλουμε πολύ γλυκιά) , το κυδώνι και τα μήλα.
Αφήνουμε
το μούστο να βράσει μέχρι να μείνει περίπου το 70% του υγρού και να πάρει ωραίο
σκούρο χρώμα (το διορθώνουμε με κανέλα). Μόλις φθάσει το υγρό σε αυτό το σημείο
κατεβάζουμε τη κατσαρόλα από τη φωτιά και την αφήνουμε να κρυώσει.
Αφού
κρυώσει ρίχνουμε το αλεύρι σιγά - σιγά για να μη σβολιάσει. Αφού ρίξουμε όλο το
αλεύρι ξαναβάζουμε τη κατσαρόλα στη φωτιά και συνεχίζουμε το βράσιμο μέχρι να
πήξει και να γίνει μια σφικτή κρέμα.
Αφαιρούμε
το ξυλάκι της κανέλας και τα φρούτα.
Ρίχνουμε
νεράκι στα ταψάκια για να ξεκολλήσει
εύκολα η μουσταλευριά, ρίχνουμε
μοιράζουμε το μείγμα της κατσαρόλας. Στρώνουμε όμορφα και πασπαλίζουμε με
σουσάμι. Στολίζουμε με καρύδια και αμύγδαλα.
Αφήνουμε
να κρυώσει σε θερμοκρασία δωματίου.
Όταν
κρυώσει το γλυκό, μπορούμε να το σερβίρουμε αμέσως.
Τα
φρούτα που έβρασαν μέσα στο μούστο, ιδιαίτερα το κυδώνι μην τα πετάξετε. Τα
κόβετε σε ωραίες φετούλες ή τα κάνετε πουρέ και τα σερβίρετε με παγωτό σας.
Ακόμα τραβάει η όρεξή μας ένα παγωτάκι...
Εάν
θέλουμε να λιάσουμε τη μουστόπιτα, κόβουμε σε μεγάλες φέτες τις μουστόπιτες και
τις βάζουμε σε τουλουπάνια τα οποία κρεμάμε σε στεγνό μέρος να απορροφήσουν τα
υγρά του ή τα βάζουμε για λίγο στο φούρνο χρησιμοποιώντας αέρα.
Τώρα ακούστε την
ιστορία τση Κεφαλλονίτικης μουστόπιτας.
Την
εποχή του τρύγου όλα τα σπίτια στον Ελειό της Κεφαλινιάς ήταν ανάστατα. Από τα χαράματα πριν
σκάσει ο ήλιος μύτη από τον Αίνο, ετοιμάζαμε τα άλογα, τσι κόφες και όλα τα
συμπράγκαλα για να πάμε στο αμπέλι μπονόρα, πριν μιας πιάσει η ζέστη του
Αυγούστου..
Το
αμπέλι δεν το χωνεύαμε εμείς τα παιδιά. Μας κούρλαινε ο ήλιος άσε που οι κόφες ήταν πολύ μεγάλες
για τα παιδικά μας μπρατσάκια, μας έβγαινε η γλώσσα να κουβαλάμε.. Τι να κάναμε
όμως; Η οικογενειακή παραγωγή απαιτούσε
όλα τα εργατικά χέρια ανεξαρτήτου ηλικίας, να συνδράμουν.
«Όποιος
δεν δουλεύει δεν τρώει», η φοβέρα του νόνου. Η ιδέα ότι μπορεί να μας λείψει
εκείνο το άρωμα του σταρένιου ζεστού ψωνιού, μας έκανε να τρέχουμε σαν τα
κουτάβια μέσα στο αμπέλι και να αρπάζουμε και από κανένα κατακέφαλο αδέσποτο
που τσου ενοχλούσαμε..
Το
αμπέλι ήτανε στα παιδικά μας μυαλά μεγάλος εφιάλτης αλλά κάναμε υπομονή γιατί
θα ερχόταν και η ώρα του πατήματος. Εκεί μας έπιανε αμόκ από το φαρομάνι... Ισα
που ρίχναμε λίγο νερό στα ποδάρια και βουρ μέσα στο λινό. Μόνο το τσίμπημα
καμιάς σφίγγας μπορούσε να μας αποσπάσει από το ποδοβολητό στο λινό και να μας
κάνει να μπλαντάξουμε από το κλάμα ανακατεμένο με γέλιο..
Και
έπεφτε ο αρωματικό χυμός μέσα στο ποδόχι, ζαλιζόμασταν από το άρωμα αλλά δεν τα
βάζαμε κάτω. Με τι άλλο είχαμε άλλωστε να παίξουμε;
Όταν
όλες τέλειωναν και γεμίζανε τα βαρέλια και οι μπουκάλε με το λαχταριστό μούστο,
τότε αναλαμβάνανε δράση οι γυναίκες του σπιτιού. Γιαγιάδες, μανάδες, θειάδες..
Είχε
έρτει η ώρα τση μουστόπιτας!! Το γλυκό του χειμώνα. Το γλυκό που αρωμάτιζε όλο
το μαγεριό κρεμασμένο από τα πατερά για να στεγνώσει.
Όπως σε όλα τα μαγειρέματα τση οικογένειας , η
κάθε γυναίκα είχε τον δικό της ρόλο, υπήρχε να πούμε το πρωτόκολλο τση
κουζίνας. Καμία δεν μπορούσε να επέμβει στη δουλειά τση άλλης. Πλήρως
βιομηχανοποιημένο το σύστημα..
Άναβε
η νόνα τη μεγάλη φωτιά στη πίσω αυλή. Η μάνα έφερνε τη τεράστια κατσαρόλα και η
θειά που είχε και τροφαντά μπράτσα ανακάτωνε.. εμείς τα παιδιά γύρω τρυγύρω σε
μεγάλη αγωνία, πότε θα μας πούνε να βουτίξουμε στο χυλό το δακτυλάκι μας και να
γλυκάνει λίγο το χειλάκι μας... Τι αγωνία!
Έφτανε
και έπηζε η μουσταλευριά κατά τη μυστική συνταγή κάθε οικογένειας, άλλη έβαλε
στάχτη στο μούστο, άλλη σπάνια μπαχαρικά, γινότανε μια άμυλα, ένας ανταγωνισμός
στις φαμίλιες.. για τη καλύτερη μουστόπιτα.
Απλώνανε
μετά το χυλό σε μεγάλα ρηχά ταψιά , πασπαλίζανε με ψημένο σουσάμι και αφήνανε
να κρυώσει.
Όταν
κρύωνε η μουστόπιτα, τότε τη κόβανε σε μεγάλα κομμάτια / φέτες και τη βάζανε σε
τουλουπάνια που τα κρεμάγανε από τα πατερά του μαγεριού για να στεγνώσει.
Έτσι
γινόταν το Χριστουγεννιάτικο γλυκό τση κάθε οικογένειας. Και εμείς τα παιδιά
κοιτάγαμε τα τουπάνια από κάτω, μετρώντας τσι μέρες μέχρι τα κάλαντα,
ξεροσταλιάζοντας όπως η αλουπού με τα σταφύλια.
Για
να πω και την αλήθεια δεν μέναμε και με σταυρωμένα χέρια. Ολο και κάτι
σκαρφιζόμασταν για να ρίξουμε κάτω κανένα τουλουπάνι και να μπουκώσουμε κανένα
κομμάτι από την υπέροχη μαύρη σάρκα της.. Σε αυτό μας βοήθαγε στα κρυφά και η
προνόνα.. έπαιρνε πάντα το μέρος μας και όπως μπορούσε η κακομοίρα μας μπούκωνε
«γιατί όλο κούκαλα» είμασταν και μας λυπότανε...
Αυτή
είναι η μουστόπιτα των παιδικών μας χρόνων...
Τη γλύκα τση να
‘χετε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου